- κείω
- (I)κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α)1. θέλω να κοιμηθώ(«ἔνθ' ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.)2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνεπεποίηται δέ τοι εὐνή» — πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένεσού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός τ. του κεῖμαι].————————(II)κείω (Α)σχίζω, κόβω («κόψε δ' ανασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἥν λίπε κείων» — τό χτύπησε (το ζώο) σηκώνοντας ένα κομμάτι από δρυ, που δεν τό είχε σχίσει, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. που απαντά μόνο στη μτχ. ενεστώτα κείων < *κεῶν, με έκταση για μετρικούς λόγους < *κεά-ων, με συναίρεση (πρβλ. κεά-ζω*)].
Dictionary of Greek. 2013.